υδραυλικός, -ή, -ό. σχετικός με την παροχή και τη διοχέτευση του νερού; σχετικός με τη λειτουργία συστημάτων ρευστών ...
Adjective edit. υδραυλικός • (ydravlikós) m (feminine υδραυλική, neuter υδραυλικό) ... Noun edit. υδραυλικός • (ydravlikós) m (plural υδραυλικοί). plumber ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. plumber n, (person who fixes pipes), υδραυλικός ουσ αρσ. The plumber came to fix the broken pump.
Ο Υδραυλικός έρχεται στον χώρο σας κάθε μέρα, όλο το 24ωρο, για όλες τις υδραυλικές εργασίες. Αθήνα - Πειραιάς - Προάστια | τηλ. 698-80-54-006.
Υδραυλικός όλο το 24ωρο. Τα 28 χρόνια εμπειρίας μας αποτελούν εγγύηση για την επίλυση οποιουδήποτε υδραυλικού προβλήματος, 24 ώρες το 24ωρο και 365 ημέρες ...
Μεταφράσεις του "υδραυλικός" στο δωρεάν λεξικό Ελληνικά - Αγγλικά : plumber, hydraulic, plumbing specialist. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και ...